πυροθειικός

πυροθειικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «πυροθειικό οξύ»
χημ. ονομασία ενός οξέος τού θείου που είναι γνωστό και ως διθειικό οξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrosulfuric < pyro- (< πυρ) + sulfuric «θειικό». Η λ., στον λόγιο τ. πυροθειικόν (οξύ), μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”